Το φιλμ αυτό παραλίγο να θαφτεί και να περάσει εντελώς απαρατήρητο. Την γνωστοποίησή του οφείλει στο αμερικανικό show Elvira’s Movie Maccabre κάπου στα μέσα των 80s και από τότε συντηρεί ένα μικρό κύκλο οπαδών. Επίσης θεωρείται ένα από τα πρωιμότερα slasher ή τουλάχιστον slasheroειδή μαζί με το «Black Christmas» (1974) και από αυτή την άποψη έχει μια ιδιαίτερη ιστορική αξία.
Το φιλμ κυκλοφόρησε και ως «Night of the Dark Full Moon» ενώ το 1981 επανακυκλοφόρησε ως «Death House». Ο πρόχειρος τίτλος του που τελικά δεν διατηρήθηκε ήταν ο παράξενος «Zora».
Ας αφήσουμε στην άκρη όμως τα ιστορικά στοιχεία κι ας περάσουμε στα αμιγώς φιλμικά. Τα αξιοπρόσεκτα ονόματα των John Carradine, Patrick O’ Neil και της cult ηθοποιού Mary Woronov μας προϊδεάζουν για μεγάλα πράγματα. Όπως όμως συμβαίνει ουκ ολίγες φορές σε τέτοιες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι κατώτερο του αναμενόμενου απογοητεύοντας τους οπαδούς ακόμα και του cult horror. Δεν είναι ότι οι ηθοποιοί δεν ανταποκρίνονται στη δουλειά τους –αν και τι να τον κάνουμε έναν Carradine όταν δεν ψελλίζει ούτε λέξη σ’ όλη την ταινία;- αλλά περισσότερο το ελαττωματικό σενάριο και ο βραδύς ρυθμός που καταδικάζουν την ταινία. Ειδικά το σενάριο, μοιάζει αναποφάσιστο και προχειρογραμμένο όντας ο κύριος αρνητικός παράγοντας του «Silent Night, Bloody Night».
Το αφηγηματικό στιλ που ακολουθεί το φιλμ δεν έχει την προσεγμένη δομή που χρειαζόταν για να συνεπάρει τους θεατές και το όλο εγχείρημα φαίνεται άνευρο. Έτσι λοιπόν μας μένει μόνο η γνήσια ατμόσφαιρα τρόμου, η σκοτεινή φωτογραφία και το μυστήριο σχετικά με την ταυτότητα του φονιά για να μας ψυχαγωγήσουν κάτι που ευτυχώς συμβαίνει ως έναν βαθμό. Δεν αρκούν όμως για να καταστήσουν το «Silent Night, Bloody Night» καλή ταινία. Ελάχιστο είναι και το gore οπότε αν προτιμάτε αιματοβαμμένα φιλμ τρόμου, σίγουρα αυτό εδώ δεν είναι για εσάς, παρά τον αντιφατικό -ως προς το gore- τίτλο του.