To «Sisters» (1972) ήταν η ταινία με την οποία ο σκηνοθέτης της εκλεκτής κομπανίας του Hollywood Era, Brian De Palma, εδραίωσε το σκηνοθετικό του στυλ και έβαλε την τζίφρα του για το μελλοντικό σκηνοθετικό του πλάνο-όραμα, το είδος για το οποίο παρήγαγε σημαντικό έργο μετέπειτα. Μολονότι υπήρξε ήδη ένας άλλος ογκόλιθος ως πρωτουργός, ο αείμνηστος Alfred Hitchcock, το όνομα του οποίου κυριολεκτικά μεγαλούργησε και ταυτίστηκε με το εν λόγω είδος, μνημονεύεται ιστορικά και ο επάξιος ακόλουθός του, De Palma, ως σημείο αναφοράς και αυτό από μόνο του δεν είναι απλό πράγμα.
Μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού που ενθρόνισε τον De Palma σαν τον σκηνοθέτη του σασπένς που πήρε αυτόκλητα τα ηνία από τον Hitchcock, με τις επιρροές του από τον Άγγλο μετρ να είναι ηλίου φαεινότερες. Πράγμα που ποτέ δεν έκρυψε ο Αμερικανός σκηνοθέτης καθώς ενέκυψε διεξοδικά στο σινεμά του καλλιτεχνικού του ινδάλματος και δεν δίσταζε να το προβάλλει τιμητικά σε κάθε ευκαιρία αλλά και να το εκσυγχρονίσει, σε μια εποχή (early 70’s) που απαιτούσε την έλευση του «καινούργιου».
Μια επιλογή-απόφαση, ευχή και κατάρα για τον De Palma, που παρόλο που εκτιμήθηκε και καταξιώθηκε δεόντως ως σκηνοθέτης, η ρετσινιά του ως διαδόχου και μιμητή του Hitchcock και η συνεχής σύγκριση δεν υποχώρησε ποτέ πραγματικά. Εν προκειμένω στο «Sisters»,δοκίμασε να κάνει ένα απάνθισμα σκηνών και τεχνοτροπιών από την φιλμογραφία του Hitchcock και να τις εντάξει σε ένα προσωπικής αισθητικής σύγχρονο θρίλερ, συζευγνύοντάς τες με ένα καλογραμμένο μυστήριο με μπόλικες ανατροπές, γουστόζικη χρήση ποικίλων εφέ με άκρως λειτουργικό τρόπο και εμβόλιμα ανατριχιαστικά flashback που απογειώνουν την εμπειρία σε μια από τις εμβληματικότερες και παραβλεπόμενες ταινίες του.
Ο Brian De Palma για την ονειρική σεκανς της ταινίας, εμπνεύστηκε από την σουρεαλιστική σκήνη ονείρου στη ταινία «Το μωρό της Ρόζμαρι», της οποίας υπήρξε μεγάλος φαν.
Η εναρκτήρια σκήνη μας εισάγει σε ένα τηλεοπτικό πανελ όπου διεξάγεται ένα τηλεπαιχνίδι («Peeping Toms»), κατά το οποίο πρωταγωνιστούν δύο ηθοποιοί και το κοινό πρέπει να μαντέψει πώς θα εξελιχθεί το μικρό σκετς-φάρσα που λαμβάνει χώρα. Στην εν λόγω σκηνή, μια τυφλή γυναίκα μπαίνει στα αποδυτήρια για να αλλάξει χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι ένας άντρας βρίσκεται ήδη εκεί και την παρακολουθεί. Η ερώτηση που τίθεται στο κοινό είναι εάν ο άντρας πρόκειται να μείνει για να πάρει μάτι ή θα την σεβαστεί και θα φύγει.
Απευθείας λοιπόν ο De Palma πολύ έξυπνα μας βουτάει στο παιχνίδι της ταυτότητας, της ηδονοβλεψίας, στην έννοια του θεάματος, τι είναι αληθινό τι όχι αλλά και σε μια ειρωνική ταύτισή μας ως θεατών στην εξέλιξη της αληθινής ιστορίας που θα ακολουθήσει. Κατόπιν, αρχίζει ένα γαϊτανάκι συγκρίσεων και αναφορών σε ταινίες, ξεκινώντας με το ίδιο το τηλεοπτικό σόου που κάνει άμεση αναφορά στο «Peeping Tom» του Michael Powell , την δολοφονία και την αυτόπτη μάρτυρα του απέναντι διαμερίσματος ανακαλώντας το «Rear Window», στη συνέχεια μας θυμίζει την έννοια της ταυτότητας και του σωσία στο «Vertigo» με την «ανάσταση» και επαναφορά προσώπων και αναμνήσεων και φυσικά μετέρχεται διαφόρων τεχνικών όπως το split-screen που θα το δούμε και στις επόμενες ταινίες του και την ψυχαναλυτική οπτική της εγκλωβισμένης σχέσης που αλιεύει από την υποτιμημένη ταινία «Marnie».
Αφηγηματικά παίρνει την απόφαση να χτίσει το σασπένς σε μια γνώση που ήδη έχει φροντίσει να μας παράσχει πολύ νωρίς (όπως είθισται να χρησιμοποιεί ο Hitchcock) για το πού βρίσκεται το πολυπόθητο πτώμα και ποιός είναι ο δολοφόνος αλλά πολύ έξυπνα μετατοπίζει το κέντρο βάρους σε αυτό στο οποίο έχουμε μαύρα μεσάνυχτα: τι ακριβώς συμβαίνει με τις δύο αδελφές, το παρελθόν τους και την νοσηρή σχέση τους με τον πρώην άντρα. Τέλος, δεν μπορεί ασφαλώς να παραβλέψει κανείς την ομοιότητα με το «Rope» σχετικά με το πτώμα που βρίσκεται διαρκώς κάτω από την μύτη των πρωταγωνιστών και δεν το έχει πάρει χαμπάρι κανείς.
Εφόσον δεν υπάρχει πτώμα, δεν υπάρχει και φόνος. Με αυτή την αρχή θα βρεθεί -δυστυχώς για αυτήν- αντιμέτωπη μια νεαρή δημοσιογράφος που τυχαίνει να δει από το διαμέρισμά της ζωντανά τον φόνο να εκτυλίσσεται στο παράθυρο του απέναντι κτiρίου, με τις εκκλήσεις της για βοήθεια από την αστυνομία να βρίσκουν σχεδόν… τοίχο. Απρόθυμοι να ξεψαχνίσουν πέρα από μια απλή επίσκεψη στο σπίτι του μοντέλου που ζει εκεί και στο οποίο έλαβε χώρα και η εν λόγω δολοφονία, οι αστυνομικοί θα εγκαλέσουν ανταυτής την δημοσιογράφο για παρελθοντικά της άρθρα που στηλιτεύουν τον ρόλο της αστυνομίας και θα αποχωρήσουν άπραγοι.
Εκείνη δεν θα το βάλει κάτω, αφενός διότι είδε με τα ίδια της τα μάτια έναν μαύρο άνδρα να σφάζεται ανηλεώς από το ύποπτο μοντέλο (αμφότεροι ήταν οι ηθοποιοί του σκετς στο ξεκίνημα της ταινίας) με το πτώμα ωστόσο άφαντο, αφετέρου είναι το επόμενο πολύκροτο θέμα για την άσημη στήλη της στην τοπική εφημερίδα που θα εκτοξεύσει την καριέρα της και θα την καθιερώσει επαγγελματικά.
Ο σκηνοθέτης θα πληροφορήσει τον θεατή από την αρχή, βάζοντάς τον παντογνώστη της ιστορίας να παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές να προσπαθούν να διακριβώσουν το… προφανές για εμάς, με το σασπένς να χτυπάει κόκκινο, το πτώμα πάντα παρόν αλλά αθώρητο και την μυστήρια γυναίκα-δολοφόνο να «επικοινωνεί» μεταφυσικά με την δίδυμη αδερφή της -που κάποτε χωρίστηκαν κυριολεκτικά καθότι υπήρξαν σιαμαίες. Μέσα από πειστικά γκροτέσκα flashback απλώνεται η ιστορία και θολώνεται ακόμα περισσότερο η κρίση μας, οξύνοντάς μας όμως το ενδιαφέρον για την σχέση των δύο αδερφών καθώς και την ανεξήγητη, άρρωστη σύνδεση που υπάρχει με τον εμμονικό πρώην άντρα. Εκεί είναι που και η δημοσιογράφος θα το πάρει όλο πάνω της και θα κινηθεί επι ξυρού ακμής ρισκάροντας την ζωής της με ένα ανατρεπτικό φινάλε που τίποτε δεν το προμήνυε.
Το «Sisters» είναι ένα κλασικό πλέον διαμάντι στο σινεμά του τρομακτικού, εκεί όπου χρειάστηκε να προηγηθούν 6 ταινίες για να «ομολογήσει» ο De Palma κατηγορηματικά την προτίμησή του στο είδος και κατέθεσε μια ταινία με κατά βάθος φεμινιστικό κορμό (οι άνδρες προσπαθούν να επιβληθούν ψυχολογικά και σωματικά στις γυναίκες της ταινίας) και ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, ανατέμνοντας την ανθρώπινη φύση και την ηδονοβλεπτική εξάρτηση με την φρεναπάτη του «θέαματος», ακολουθώντας σκηνοθετικά τα χνάρια του πολυθρύλητου Alfred Hitchcock.