Τα τελευταία χρόνια πληθώρα ταινιών σχετικά με πνεύματα, εξορκισμούς και δαίμονες έχουν περάσει από τις οθόνες μας, γεγονός που δημιούργησε έναν κορεσμό στο είδος και σε συνδυασμό με το χιλιοφτιαγμένο found footage, προκαλούν μια στερεοτυπική αντίδραση απέναντι σε κάθε τέτοια προσπάθεια. Παρόλα αυτά, το «The Taking of Deborah Logan» χρησιμοποιεί μια τρομερή ασθένεια-μάστιγα της σύγχρονης εποχής, ώστε να δίνει μια ανθρώπινη πλευρά στην ταινία που δεν βρίσκεις εύκολα.
Οι πρωταγωνιστές είναι η Μία, φοιτήτρια ιατρικής και το συνεργείο της που αποτελείται από δύο άτομα, και ψάχνει έναν ασθενή που πάσχει από Alzheimer, τον οποίο βρίσκει στο πρόσωπο της Deborah Logan, μιας συμπαθητικής μεσήλικης γυναίκας που δείχνει τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειας. Μαζί της, γνωρίζουμε και την κόρη της την Sarah που περνάει δύσκολα αλλά η αγάπη της για την μητέρα, της δίνει κουράγιο να αντιμετωπίζει την όλη κατάσταση. Καθώς η Deborah βυθίζεται όλο και περισσότερο στην παράνοια της νόσου, διάφορα ανεξήγητα γεγονότα αρχίζουν να συμβαίνουν, γεγονότα που φανερώνουν ότι για την κατάσταση της Deborah δεν φταίει μόνο η αρρώστια. Γεγονότα από το παρελθόν και υπερφυσικές δυνάμεις αποκαλύπτουν τι τρέχει σχετικά με την Deborah Logan.
Η ταινία δεν προβλήθηκε για κριτικούς και στο DVD υπάρχει το special feature «Τhe Making of The Taking of Deborah Logan».
Το να επιλεχθεί μια γυναίκα που πάσχει από Alzheimer για πρωταγωνίστρια είναι αρκετά έξυπνο, διότι συνήθως τα πνεύματα κάνουν κατάληψη στα σώματα αυτών με αδύναμο πνεύμα. Η ηθοποιός που υποδύεται την παθούσα, δίνει μια απρόσμενα πειστική ερμηνεία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα δίνει όλα ώστε να κάνει το κοινό να νιώσει έναν άβολο και ανατριχιαστικό τρόμο.
Υπάρχουν στιγμές στην ταινία που είναι πραγματικά τρομακτικές και ανατριχιαστικές. Γενικά, ο ρεαλιστικός τρόμος που προέρχεται από την αρρώστια και τα συμπτώματα της σε συνδυασμό με το υπερφυσικό στοιχείο, δημιουργούν ένα μείγμα που σε καθηλώνει στο κάθισμα. Δυστυχώς αυτό δεν ισχύει για την τρίτη πράξη της ταινίας, καθώς εκεί τα πράγματα στρέφονται προς το εξωφρενικό και το παράλογο, και δυστυχώς παρασύρεται και δεν ξεφεύγει τα κλισέ και τα συνηθισμένα, γεγονός που υποβαθμίζει σημαντικά τα όσα έχτισε ο σκηνοθέτης στις προηγούμενες δύο πράξεις.