Αρκετά χρόνια έχουν περάσει από εκείνο το σαγηνευτικά προκλητικό φιλμ τρόμου του Sean Byrne πίσω στο 2009. Το νοσηρό The Loved Ones ήταν σίγουρα μια εξαιρετική και ελπιδοφόρος προσπάθεια για τον ταλαντούχο κινηματογραφιστή. Μετά λοιπόν από το μακρύ διάστημα των 7 χρόνων ο Byrne επιστρέφει με την δεύτερη ταινία του που φέρει τον πιασάρικο και διαβολικά παιγνιδιάρικο τίτλο «The Devil’s Candy».
Το νέο πόνημα του Αυστραλού αρχικά μοιάζει με μια τυπική ιστορία στοιχειωμένου σπιτιού. Ωστόσο, έχει μερικές αξιοσημείωτες καινοτομίες που μαζί με την έμπνευση του δημιουργού της το καθιστούν ξεχωριστό από πολλές απόψεις. Η κατάληψη του πατέρα (και ζωγράφου στο επάγγελμα) από τις σατανικές υπερφυσικές δυνάμεις που ελλοχεύουν στο σπίτι θυμίζουν κατά κάποιο τρόπο παρόμοιες ιστορίες κλασικών ταινιών τρόμου όπως «The Amityville Horror» ή «The Shining».
Όμως το «The Devil’s Candy» διαφοροποιεί την ιστορία του παρουσιάζοντας ως «κακό» της υπόθεσης όχι τον προσφάτως δαιμονισμένο «πατέρα» αλλά τον δαιμονισμένο πρώην κάτοικο του σπιτιού που κυνηγά μετά μανίας την χεβιμεταλού κόρη της οικογένειας. Άλλη ενδιαφέρουσα καινοτομία εντοπίζεται στη μουσική επένδυση. Ενώ παρόμοιες ταινίες προτιμούν πιο ατμοσφαιρικά, αργόσυρτα θέματα, ο Sean Byrne ντύνει μουσικά αλλά και υφολογικά την ταινία του με άφθονο heavy metal κάνοντας και τις απαραίτητες ανεδαφικές αλλά ιστορικά υπαρκτές συσχετίσεις με εκδηλώσεις σατανισμού και διαβολικών πράξεων.
Μπορεί να κυκλοφόρησε πρόσφατα στους κινηματογράφους, αλλά η ταινία ήδη από το 2015 κάνει το γύρο του κόσμου σε μεγάλα φεστιβάλ κινηματόγραφου του εξωτερικού.
Οι σκληρές κιθάρες, τα δυνατά τύμπανα και τα brutal φωνητικά ταιριάζουν άψογα με την παρανοϊκή ατμόσφαιρα που οικοδομείται και την αυξανόμενη ένταση που πλαισιώνει τις αγωνιώδεις σκηνές. Από τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες του cast οι τρεις είναι εκπληκτικοί. Ο Ethan Embry και η πιτσιρίκα Kiara Glasco βγάζουν τρομερή χημεία ως πατέρας και κόρη ταγμένοι αμφότεροι στις επιταγές της heavy metal, ενώ στο ρόλο του αδίστακτου φονιά ο Pruitt Taylor Vince (Identity) δίνει άλλη μια φανταστική ερμηνεία. Από την άλλη η μητέρα της οικογένειας (Shiri Appleby) είναι κάπως αδιάφορη αλλά δεν τη λες και κακή.
Παρότι η ταινία δεν είναι τόσο αιματοβαμμένη όσο διαφαινόταν, είναι εντούτοις σοκαριστική, ειδικά μετά την αποκάλυψη του ειδεχθούς «έργου» του ψυχάκια serial killer. Συναντάμε επίσης σκηνοθετικές εκλάμψεις όπως ο καλοσχεδιασμένος πίνακας που ζωγραφίζει ο πατέρας, συχνά υπό την επήρεια των υπερφυσικών δυνάμεων που τον τρελαίνουν. Ο εν λόγω πίνακας τελικά δεν αποτελεί απλά ένα καλλιτεχνικό συμπλήρωμα αλλά κάτι μεγαλύτερο όπως μαεστρικά εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Αρνητικά σαφώς και υπάρχουν, κυρίως στο σενάριο (π.χ. η μη πιστευτή ευκολία που ο μανιακός προσεγγίζει τα θύματά του και η αδυναμία της αστυνομίας να τον εντοπίσει) αλλά θα ήταν μάλλον αδύνατο το παράτολμο εγχείρημα του Αυστραλού σκηνοθέτη να ήταν απαλλαγμένο από υπερβολές ή προβλήματα. Το σύνολο πάντως σε αφήνει ικανοποιημένο και αν είσαι και ακροατής της heavy metal τότε είναι σα να πήρες μια γερή δόση μεταλλικής ντόπας που σε ανεβάζει για τα καλά. Εύγε!