Μέτριο slasherάκι χαμηλού budget με μετρημένη κωμική διάθεση είναι μια συνοπτική περιγραφή αυτής της ταινίας. Φιλμ σαν το «Popcorn» επιβεβαιώνουν ότι το slasher έχει πάρει φανερά πλέον την κάτω βόλτα στα τέλη των 80s και αρχές των 90s, μέχρι το φιλί ζωής του «Scream» που ήρθε μερικά χρόνια αργότερα για να το αναζωογονήσει.
Τι έχουμε εδώ; Σχεδόν τίποτα που να μην έχουμε ξαναδεί στις νεανικές ταινίες τρόμου της slasher σχολής. Υπάρχει η τυπική παρέα νέων, το ρομάντζο, οι εκνευριστικές χαζογκόμενες, οι λιγούρηδες χαζογκόμενοι, ένας παρανοϊκός δολοφόνος, μία ιστορία εκδίκησης που κρατάει από το παρελθόν, μια πρωταγωνίστρια που υποψιάζεται την απειλή αλλά δύσκολα γίνεται πιστευτή κλπ. Και όπως συνήθως, όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από απαίσιες ερμηνείες ως επί το πλείστον. Τι να την κάνουμε ας πούμε την συμπαθητική «Scream Queen» Jill Schoelen (The Stepfather) όταν η απόδοσή της κινείται γενικά κάτω του μετρίου; Υπάρχει βέβαια η Dee Wallace (ET: The Extraterrestial, Cujo) με αρκετά καλή παρουσία, συμμετέχει όμως πολύ λίγο στα δρώμενα.
Το μεγαλύτερο μέρος του «Popcorn» εκτυλίσσεται μέσα σ’ έναν κινηματογράφο που κάποτε λειτουργούσε ως θέατρο. Εκεί μια ομάδα φοιτητών διοργανώνει ένα βραδινό φεστιβάλ τρόμου όπου προβάλλει στο κοινό διάφορες (φανταστικές) ταινίες τρόμου των 50s με παρακμιακό χαρακτήρα. Στον κινηματογράφο όμως κρύβεται και ένας σχιζοφρενής δολοφόνος που αρχίζει να ξεπαστρεύει τα μέλη της ομάδας ένα προς ένα. Η πρωταγωνίστρια Maggie πιστεύει ότι ο μυστηριώδης παρανοϊκός είναι ο Lanyard Gates, ένας ψυχάκιας που πριν 50 χρόνια δολοφόνησε την οικογένειά του στο θέατρο εν είδει show και τώρα επέστρεψε για να ολοκληρώσει το έργο του.
Ο λόγος για τον οποίο οι νεαροί πρωταγωνιστές ακούνε συνέχεια reggae μουσική στο φιλμ, είναι ότι τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στη Jamaica.
Δυστυχώς η αδύναμη σκηνοθεσία και οι τραγικές ερμηνείες στο «Popcorn» γκρεμίζουν όποια καλή ιδέα υπάρχει εδώ. Και πράγματι η ιδέα της προβολής low budget ταινιών τρόμου είναι συμπαθητική. Οι ταινίες των οποίων ένα ελάχιστο μέρος παρακολουθούμε κι εμείς φαίνονται «cult» από τον τίτλο τους και μόνο: «Mosquito», «The Amazing Electrified Man» και «The Stench», όλες προσφέρουν άφθονο χαβαλέ στους θεατές εντός της ταινίας αλλά και σ’ εμάς που διασκεδάζουμε βλέποντας π.χ. το ψεύτικο μηχανικό κουνούπι να ρουφά το αίμα από το κεφάλι των θυμάτων του. Παράλληλα τα μέλη της ομάδας φροντίζουν να προσφέρουν extra διασκέδαση στο κοινό που τίμησε την προσπάθειά τους με μουσικές μπάντες επί σκηνής, με διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος στα καθίσματα ώστε να βιώνουν ρεαλιστικότερα το «σοκ» στη διάρκεια του «The Amazing Electrified Man» και με διάφορες ακόμα εκπλήξεις.
Μέσα σ’ όλα αυτά υπάρχει και ο φονιάς ο οποίος συνηθίζει να φτιάχνει μάσκες από τα θύματά του τις οποίες και φορά, φέρνοντας στο νου τον «Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι». Δυστυχώς όμως ο φονιάς ενώ θα μπορούσε να ανεβάσει την ταινία με την εκδήλωση των παρανοϊκών σχεδίων του, κάπου αρχίζει και κουράζει με τις ατελείωτες, εκδικητικής φύσεως ατάκες, σε βαθμό που να μην τον παίρνουμε πια στα σοβαρά. Σε περιορισμένα επίπεδα βρίσκονται και οι αιματοχυσίες. Το φινάλε θυμίζει απλά καρναβάλι.