Ο περσινός Χρυσός Φοίνικας δεν δίστασε αυτή τη φορά να υποταχθεί αβίαστα σε ένα είδος που σπάνια έβρισκε πρόσφορο έδαφος στα μεγάλα κινηματογραφικά σαλόνια -πέρα από σποραδικές επευφυμίες και ειδικές μνείες- χωρίς να καταφέρνει εν τέλει να εξασφαλίζει τα κινηματογραφικά διαπιστευτήρια, δηλαδή να μπορέσει να κατακτήσει το πολυπόθητο αντικείμενο-γόητρο του φεστιβάλ. Μια ταινία αμφιλεγόμενης φύσης και γκοτέσκας μεταμφίεσης, κέρδισε το εν λόγω αγαλματίδιο, βγαλμένη από το υγρό όνειρο του David Cronenberg, καθώς ουδόλως εν κρυπτώ, δίχως να υποσκελίσει τη δουλειά του, η επιρροή της από τον μετρ του body horror είναι κάτι παραπάνω από πρόδηλη και τα στοιχεία που έχει εμπλουτίσει η σκηνοθέτιδα της ταινίας εγείρουν αμφιβολίες και προκάλεσαν έριδες ανάμεσα στο φιλοθέαμον κοινό του 74ου Φεστιβάλ.
Το «Titane», αποτελεί τη δεύτερη ταινία της Ducournau, η οποία 5 χρόνια νωρίτερα στο «Raw», είχε προλειάνει τις προθέσεις της σοκάροντας με την ωμότητα της, ακριβώς όπως πρόσταζε ο τίτλος και απαιτούσε το θέμα της ταινίας, αρματωμένο με επίκαιρη μοντέρνα αισθητική και ντυμένο με αλληγορικό μανδύα με σκοπό να αφυπνίσει και όχι να προκαλεσει ατελέσφορα. Απέσπασε διθυράμβους, ξεχώρισε θεματικά και πλέον ο ιθύνων νους της δημιουργίας του, έρχεται με περίσσεια όρεξη πάλι να αφηγηθεί την έννοια της ταυτότητας και της σεξουαλικής απελευθέρωσης πιο στοχοπροσηλωμένα και ακόμα πιο τολμηρά.
Στα αφιλόξενα μονοπάτια που διασχίζει, φλερτάρει πολλές φορές με την αυτοκαταστροφή του, καθώς οι ευρηματικές ιδέες του και οι εμπνευσμένες αλληγορίες και συμβολισμοί του πασχίζουν να επιπλεύσουν, εξαιτίας της σαδιστικής τάσης της σκηνοθετίδας να τις βυθίζει με την άνιση ποιοτικά διχοτόμηση της ιστορίας και την επίμοχθη προσπάθειά της να εκμαιεύσει το σοκ από τους θεατες και όχι το ενδιαφέρον. Μια σύμμειξη από το «Christine» του John Carpenter και το «Crash» του David Cronenberg, αλλά με ανανεωμένη θεματολογία, κατά κύριο λόγο παλεύει μάταια να προκαλέσει και να διαδηλώσει με στόμφο τα χιλιοειπωμένα -πλέον- ζητήματα καθιστώντας την οπτικά και υφολογικά πρωτότυπη αλλά θεματικά τετριμμένη, σημειώνοντας προβλέψιμα ένα ένα τσεκ στην πολιτική ατζέντα που διακονεί.
Η μικρή Alexia, μετά από ένα σφοδρό τροχαίο ατύχημα, εξανάγκαστηκε σε μια προσθήκη μιας πλάκας τιτανίου εντός του κεφαλιού της, η οποία θα της δημιουργήσει μια αλλόκοτη έλξη για τα αυτοκίνητα, σεξουαλικής φύσεως, ανακαλύπτοντας μια καινούργια σεξουαλική εμπειρία με παρτενέρ ένα μεταλλικό όχημα το οποίο και θα την… γονιμοποιήσει. Το αυτόκινητο θα αποτελέσει και το «όχημα» της αφήγησης, με στόχο να ξεδιπλωθεί μια διμερής ιστορία σεξουαλικής απελευθέρωσης, αναζήτησης αποδοχής, κρίσης ταυτότητας και μετασχηματισμού αυτής σε κάτι που δυστυχώς λογίζεται ως παραφύσιν και κοινωνικά εξοστρακισμένο.
Η δυναμική πρωταγωνίστρια θα μεταλλαχθεί ψυχή τε και σώματι σε μια αδίστακτη serial killer με ανεξήγητο μένος για το ανθρώπινο είδος, αφήνωντας πτώματα στο διάβα της και ερωτηματικά στους θεατές. Κατατρεγμένη από την αστυνομία που έχει εκδώσει ένταλμα σύλληψης, θα βρεθεί στο σωστό σημείο την σωστή στιγμή, οικειοποιούμενη την ταυτότητα ενός αγοριού και παριστάνοντας τον χαμένο γιο ενός διοικητή πυροσβέστη που ο ίδιος φαίνεται να αναζητά την αληθινή αγάπη που θα του γεμίσει το συναισθηματικό κενό, όχι απαραίτητα μέσω της βιολογικής, συγγενικής σύνδεσης.
Μια ιστορία δύο ανθρώπων που κατασκευάζουν εκ θεμελίων μια οικογενειακή σχέση που αλλάζει ρόλους και ταυτότητες , αγκαλιάζει το διαφορετικό και επαναπροσδιορίζει το τι είναι ταυτότητα, ποιός την ορίζει, ποιός ορθώνει φράγματα στο ορμητικό ποτάμι που λέγεται ελευθερία επιλογής και αυτοδιάθεσης και τι έχει ορίσει η συντηρητική, πατριαρχική κοινωνία ως προσήκον και αποδεκτό. Όπως και στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ «Imposter» του 2012, έτσι και εδώ, η πρωταγωνίστρια υιοθετεί την ταύτοτητα κάποιου άλλου, όχι ως μια απατεώνισσα που εποφθαλμιά χρήματα πατώντας στον πόνο των άλλων, αλλά ως μια ψυχή που ψάχνει για αγάπη, αλληλεγγύη, παρηγοριά, αποδοχή (και όχι ανοχή) και εξιλέωση. Διατυμπανίζει την ρευστότητα της σεξουαλικότητας και την επίπονη αλλαγή, χρησιμοποιώντας ωμή, αποκρουστική βία μέσω της -κυριολεκτικής- μεταμφίεσης και μετάλλαξης του σώματος.
Με αυτή την ταινία η Ducournau γίνεται η δεύτερη γυναίκα σκηνοθέτιδα που κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα των Καννών, μετά την Jane Campion το 1993, για το «The Piano»!
Η ταινία πολύ ευρηματικά, δείχνει αυτή την μετάβαση του σώματος (ως σάρκας) και της ταυτότητας (ως ύπαρξης) στο κοινωνικό φύλο και την συνδυάζει με το πάντρευμα σάρκας και μηχανής (το μεταλλικο εμφύτευμα, το αμάξι) κλείνοντας παράλληλα το μάτι στην τεχνολογική «έκρηξη» που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια στον τομέα της βιοτεχνολογίας και θα θολώσει έτει περαιτέρω τα όρια της ταυτότητας και του τι λογίζεται ως «φυσιολογικό». Διερωτάται για το παράδοξο της ταυτότητας, δηλαδή κατά πόσο κάτι μένει ίδιο αν αλλάξουμε όλα τα επιμέρους τμήματά του, όπως το νοητικό πείραμα του Πλούταρχου για το πλοίο του Θησέα. Οι προβληματισμοί που θέτει και τα ερωτήματα που θίγει η Ducournau, χρήζουν ανάλυσης και αναμφίβολα διαθέτουν στέρεες βάσεις αλλά το υπόλοιπο οικοδόμημα στερείται συνεκτικότητας και πλάνου.
Το πρόβλημα εδώ, είναι ότι η ταινία δεν καταφέρνει να αυτοσυγκρατηθεί στο αφήγημα που θέλει να περάσει, με αποτέλεσμα η απελευθέρωση που επικαλείται να είναι μια κινηματογραφική και αφηγηματική ελευθεριότητα, να επικρατεί ένα διανοητικό βραχυκύκλωμα στην σκηνοθέτιδα που πολλές φορές προδίδει και η ίδια το μένος στο οποίο βρίσκεται και αυτό αποτυπώνεται στον τρόπο που παρουσιάζει τους «ανταγωνιστές» και τον περίγυρο, θέλοντας στανικά να νουθετήσει το κοινό παρά να εκφραστεί δηλώνοντας την παρουσία της. Αιωρείται μια ατμόσφαιρα διδακτισμού με προμετωπίδα την πολιτική ορθότητα και όχι την κινηματογραφική εμπειρία, ξεχνώντας ότι πρόκειται για μια ταινία μυθοπλασίας και όχι ένα καταγγελτικό μανιφέστο.
Η ωμότητα και η συνεχής απογύμνωση των χαρακτήρων που προτάσσσει κυριολεκτικά και μεταφορικά δείχνει μια εφηβική επανάσταση επί παντός υπευθύνου και όχι μια ώριμη,σοβαρή κατάθεση μιας κοινωνικής πραγματικότητας που σίγουρα υφίσταται, αλλά δυστυχώς έχει μονοπωλήσει τα τελευταία χρόνια το κοινωνικοπολιτικό και ως εκ τούτου και καλλιτεχνικό στερέωμα. Ανήμπορο να διαφοροποιηθεί τελικά, παρόλο που η διαφορετικότητα είναι το μότο της και η υπερβολή το μέσο επιβολής της, χάνει το μέτρο, τοποθετώντας στο μίξερ όλα τα επιμέρους λαχταριστά συστατικά, απαξιώντας για το τελικό παραχθέν αυτής της επιλογής, που είναι μια άμορφη, ομοιογενής μάζα άνοστου φαγητού.